- περιφερόμενος
- περιφέρωcarry roundpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Νεπάλ — Χώρα της νότιας Ασίας. Συνορεύει Β με την Κίνα και Α, Ν και Δ με την Ινδία.Tο Ν., που βρίσκεται ανάμεσα στα υψίπεδα του Θιβέτ και στην πεδιάδα του Γάγγη, εκτείνεται δίπλα στις μεσημβρινές πλαγιές των Iμαλαΐων, σε μια εδαφική έκταση σχεδόν… … Dictionary of Greek
AMBASCIA — recentioribus latinis idem, quod prius Ambactia vel Ambaxia, servitium vel opera mercede conducta; uti ascellam iidem pro axilla dixêre. In LL. Burgund. Quicumque asinum alienum extra Domini voluntatem praesumpferit aut per unum diem aut duos in… … Hofmann J. Lexicon universale
αλαζών — ( όνος), ο, η (Α ἀλαζών) ως επίθ. αυτός που υπερηφανεύεται υπέρμετρα ή παράλογα, υπερήφανος, υπερόπτης αρχ. ως ουσ. 1. ο περιπλανώμενος, περιφερόμενος εδώ κι εκεί 2. αγύρτης, τσαρλατάνος, απατεώνας 3. ως επίθ. αλαζονικός, υπεροπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Το … Dictionary of Greek
διογενής — I Όνομα αρχαίων φιλοσόφων. 1. Δ. ο Απολλωνιάτης (5ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από την κρητική πόλη Απολλωνία, αλλά έζησε για πολλά χρόνια στην Αθήνα. Υπήρξε οπαδός της αρχαίας ιωνικής σχολής· η απήχηση ορισμένων θεωριών του είναι εμφανής στα έργα του … Dictionary of Greek
οδοιπλανής — ὁδοιπλανής, ές (Μ) (ποιητ. τ.) αυτός που περιπλανάται εδώ και εκεί, ο περιφερόμενος στους δρόμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδοῖ, τοπική τού ουσ. ὁδός + πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. νυκτι πλανής. Η χρησιμοποίηση τής τοπικής πτώσης αντί τής ονομαστικής στο… … Dictionary of Greek
παναλήμων — παναλήμων, ον (Α) αυτός που περιπλανιέται σε όλα τα μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀλήμων «περιφερόμενος» (< ἀλῶμαι)] … Dictionary of Greek
ՊԱՐԱԳԱՅ — (ի, գայց կամ գայից.) NBH 2 0626 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c ա. περιφερόμενος, κυκλικός, περιστάς circumlatus, circumductus, circularis, circumstans. Շրջագայ շրջակայ. որ շուրջ գայ կամ կայ զիւիք. ... *Յովհաննէս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)